-
1 précaution
προφύλαξη -
2 precaution
προφύλαξη -
3 предосторожность
1. (предусмотрительное отношение к чему-л.) η προφύλαξη 2. (мера, предусмотрительно принятая для ограждения от какой-л. опасности) το προφυλακτικό μέτρο, η προφύλαξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предосторожность
-
4 профилактика
1. тех. η προληπτική συντήρηση, η προφύλαξη 2. мед. η προληπτική, η προφύλαξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилактика
-
5 осторожность
осторожность ж η προσοχή, η προφύλαξη; обращаться с \осторожностью είμαι προσεχτικός, προσέχω· προσοχή! (на этикетке лекарства)* * *жη προσοχή, η προφύλαξηобраща́ться с осторо́жностью — είμαι προσεχτικός, προσέχω; προσοχή! ( на этикетке лекарства)
-
6 предосторожность
-
7 профилактика
-
8 защита
-ы θ.1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•
взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•
интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•
защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•
меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•
искать -ы αναζητω προστασία•
стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•
защита диссертации υποστήριξη διατριβής•
без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.
2. (στρατ.) άμυνα•противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.
5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες). -
9 предохранение
-я ουδ.προφύλαξη, διαφύλαξη• προστασία•предохранение дерева от гноения προφύλαξη του δέντρου από το σάπισμα.
-
10 предостерегать
προφυλάσσω, προειδοποιώ- гающий προφυλακτικός, προειδοποιητικός- жение η προφύλαξη, η προειδοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предостерегать
-
11 предохранение
η προφύλαξη, η διαφύλαξη, η προστασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предохранение
-
12 укрытие
1. (действие) η κάλυψη, η προστασίαη προφύλαξη2. (сооружение или место, которое защищает от кого-, чего-л) το σκέπασμα, (убежище) το καταφύγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укрытие
-
13 осторожно
осторожн||онареч προσεκτικά [-ῶς], μέ -προφύλαξη, μέ περίσκεψη:\осторожно1 (берегись) προσοχή!, πρόσεχε!· действовать \осторожно ἐνεργώ μέ προσοχή, ἐνεργώ μέ περίσκεψη. -
14 осторожность
осторожн||остьж ἡ προσοχή, ἡ περίσκεψη [-ις1» ἡ προφύλάξη [-ις] (осмотрительность):обращаться с \осторожностьостью εἶμαι προσεκτικός· из \осторожностьости χάριν προφυλάξεως. -
15 предосторожность
предосторожностьж ἡ προφύλαξη, ἡ προσοχή:меры \предосторожностьи τά προφυλακτικά μέτρα· принять меры \предосторожностьн παίρνω προφυλακτικά μέτρα -
16 предохранение
предохранениес ἡ προφύλαξη [-ις], ἡ διαφύλαξη [-ις], ἡ προστασία. -
17 профилактика
профилактикаж ἡ προφύλαξη [-ας]. -
18 caution
['ko:ʃən] 1. noun1) (carefulness (because of possible danger etc): Exercise caution when crossing this road.) προσοχή, προφύλαξη2) (in law, a warning: The policeman gave him a caution for speeding.) σύσταση2. verb(to give a warning to: He was cautioned for drunken driving.) προειδοποιώ- cautious
- cautiously -
19 precaution
[pri'ko:ʃən](care taken to avoid accidents, disease etc: They took every precaution to ensure that their journey would be safe and enjoyable.) προφύλαξη -
20 профилактика
[πραφιλάκτικα] ουσ. θ. προφύλαξη
См. также в других словарях:
προφύλαξη — η / προφύλαξις, άξεως, ΝΜΑ [προφυλάσσω] το να προφυλάσσεται κάποιος από κάτι … Dictionary of Greek
προφύλαξη — η το να προφυλάγει ή να προφυλάγεται κανείς, η πρόνοια, η προσοχή για αποφυγή του κακού: Περάσαμε τα σύνορα με μεγάλες προφυλάξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
σκέπη — η, ΝΜΑ 1. σκέπασμα, κάλυμμα 2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ. β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ. γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ. δ.… … Dictionary of Greek
ιντερφερόνες — Oυσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από τα κύτταρα όλων των σπονδυλωτών, όταν αυτά μολυνθούν με οποιονδήποτε ιό. Οι ουσίες αυτές επιδρούν στα γειτονικά κύτταρα, τα οποία αποκτούν ένα είδος πρόσκαιρης ανοσίας προς οποιονδήποτε ιό και επομένως … Dictionary of Greek
έλυτρο — το (AM ἔλυτρον) περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα νεοελλ. 1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους) 2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας 3.… … Dictionary of Greek
καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… … Dictionary of Greek
προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… … Dictionary of Greek
προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… … Dictionary of Greek
σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… … Dictionary of Greek